αρδηθμός

αρδηθμός
ἀρδηθμός, ο (Α)
άρδευση, πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρδηθμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδηθμοῖο — ἀρδηθμός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδηθμοῦ — ἀρδηθμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδηθμῷ — ἀρδηθμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδηθμόν — ἀρδηθμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”